ομόδικος

ομόδικος
-η, -ο
διάδικος που μετέχει από κοινού με άλλον ή με άλλους σε δικαστικό αγώνα υπό την ίδια ιδιότητα, δηλαδή τού ενάγοντος ή τού εναγομένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. αντί-δικος. Η λ., στον πληθ. ὁμόδικοι, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • διάδικος — ο (AM διάδικος) αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος 2. ο μάρτυρας 3. ο διαιτητής 4. ο τιμωρός διώκτης αρχ. το έτερο τών δικαζόμενων μερών …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομοδικία — η η από κοινού παράσταση στο δικαστήριο δύο τουλάχιστον διαδίκων με την όμοια ιδιότητα τού ενάγοντος ή τού εναγομένου ή η σώρευση δύο τουλάχιστον αγωγών τού ίδιου ενάγοντος εναντίον τού ίδιου εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομόδικος. Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”